- εὐπάλαιστρον
- εὐπάλαιστροςskilful in contestmasc/fem acc sgεὐπάλαιστροςskilful in contestneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπάλαιστρος — εὐπάλαιστρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι έμπειρος, επιτήδειος στην παλαίστρα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπάλαιστρον η επιδεξιότητα, η ικανότητα στη συζήτηση («τὸ κατὰ τὰς εἰρωνείας εὐπάλαιστρον», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παλαίστρα] … Dictionary of Greek